- ευανάπνευστος
- εὐανάπνευστος, -ον (Α)αυτός που μπορεί να επαναληφθεί με μια πνοή («λέξις ἡ τετελειωμένη τε... καὶ εὐανάπνευστος», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-πνευστος (< ανα-πνέω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐανάπνευστος — easy to repeat in a breath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανάπνευστον — εὐανάπνευστος easy to repeat in a breath masc/fem acc sg εὐανάπνευστος easy to repeat in a breath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)